πλανογαμέτες

πλανογαμέτες
οι, Ν
βοτ. αυτοκινούμενοι γαμέτες, σε αντιδιαστολή προς τους απλανογαμέτες, που μεταφέρονται παθητικά από το νερό ή από τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. planogamete < πλανώμαι + γαμέτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”